- ἰδιώτης
- ἰδιώτηςprivate personmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο 1. απλός πολίτης, αυτός που δεν κατέχει δημόσια αξιώματα: Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του ως απλός ιδιώτης. – Οι μηνύσεις υποβλήθηκαν από ιδιώτες. 2. αυτός που πάσχει από ιδιωτεία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιῶτα — ἰδιώτης private person masc voc sg ἰδιώτης private person masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτέων — ἰδιώτης private person masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτῶν — ἰδιώτης private person masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώταις — ἰδιώτης private person masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτην — ἰδιώτης private person masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτου — ἰδιώτης private person masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτῃ — ἰδιώτης private person masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτῃσι — ἰδιώτης private person masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)